Author: TIMOS

  • Η “Επιστροφή” του Οδυσσέα και η χημεία μεταξύ του Fiennes και της Binoche στη νέα ταινία του Uberto Pasolini.

    Περίμενα μέρες…εβδομάδες, για τη χθεσινή ημέρα (28 Νοεμβρίου), κατα την οποία, όπως μας είχαν υποσχεθεί, θα έκανε την επίσημη πρεμιέρα της η καινούρια ταινία του Uberto Pasolini, “Η Επιστροφή” ή “The Return” στους Ελληνικούς κινηματογράφους. Χωρίς δεύτερη σκέψη λοιπόν, έκλεισα το εισιτήριο μου για τη βραδινή προβολή στο Παγκράτι. (Χαρούμενη Φατσούλα).

    Η Ελληνικής συμπαραγωγής μεγάλου μήκους ταινία με πρωταγωνιστές το δίδυμο Ζιλιέτ Μπινός (Juliette Binoche) και Ρέιφ Φάινς (Ralph Fiennes), κάνει μια ωδή στα Ομηρικά Έπη, αποτυπώνοντας στη μεγάλη οθόνη την ιστορία της Οδύσσειας (Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως το “sequel” της Ιλιάδας (Troy, 2004) για τους σύγχρονους Gen-Z Hollywoodιανούς σινεφίλ).

    Σε αντίθεση όμως με την Αμεριανική υπερπαραγωγή της, γνωστής σε όλους, γιγαντο-εταιρείας, Warner Bros για την ταινία “Τροία” του Wolfgang Petersen, η “Επιστροφή” του Pasolini ανατέθηκε αποκλειστικά σε Ευρωπαϊκές εταιρείες παραγωγής, εκ των οποίων η μία ήταν Ελληνική (Heretic Films), όπως προανέφερα, εξιστρώντας την Οδύσσεια με μια πιο “down to earth” προσέγγιση και ένα πιο “Γήινο” cast.

    Κάτι που μου έκανε εντύπωση, ήταν το γεγονός ότι ο Pasolini, κατάφερε να αποτυπώσει όλη την ιστορία της Οδύσσειας σε λιγότερο από 2 ώρες (116′), ενώ η “Τροία” του Petersen διήρκησε κοντά στο 3ωρο (163′).

    Ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι η Ιλιάδα είναι κατα 3.500 στίχους μεγαλύτερη από την Οδύσσεια – δε ξέρω – το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι όπου και Αμερικανική παραγωγή μεγαθήριων τύπου Warner Bros (Α… και Brad Pitt), τόσο πιο υπερ-θεαματική είναι και η ταινία, με τεράστιο κόστος παραγωγής, “υπέρλαμπρο” cast, “υπερβολικά, “τραβηγμένα” σκηνικά και εφέ και πάντα συνοδευόμενη από μια δόση υπερβολής.

    Κι αυτό θεωρώ ήταν που μας απέδειξε η “Επιστροφή” του Pasolini. Για εμένα, ο σκηνοθέτης κατάφερε να διαδραματίσει την Οδύσσεια, χωρίς ουδεμία δόση υπερβολής σε σκηνικά και εφέ (green-screen), αλλά αντιθέτως, εκμεταλλευόμενος τη φυσική ομορφιά των τοπίων της Κέρκυρας και της Πελοποννήσου, και κατόπιν της Ιταλίας, όπου και έγιναν τα γυρίσματα, χωρίς “extravagant” εφέ, αλλα με σεμνότητα και απλότητα, αγήνοντας την ίδια την ιστορία να “παρασύρει” το κοινό.

    Με άλλα λόγια, χωρίς υπερβολικά μέσα, ο Ιταλός σκηνοθέτης κατάφερε να μας “τοποθετήσει” μέσα στην ιστορία και να μας προσφέρει μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση της Οδύσσειας.

    Αυτό που εκτίμησα δε, ήταν η σκηνή της μάχης μεταξύ του Οδυσσέα και των Μνηστήρων. Ξανά, σε αντίθεση με την τελευταία μάχη στην ταινία του Petersen, ο Pasolini μας έδωσε μια αιματηρή μάχη – ένα λουτρό αίματος – χωρίς υπερβολές, δραματική μουσική ή μη – ρεαλιστικά εφέ, αλλα με φυσικό ήχο και πάνω απ’ όλα, μέσα σε πολύ λίγο χρόνο.

    Η αντίστοιχη σκηνή, εάν γυριζόταν απο Αμερικανική παραγωγή, μπορεί να διαρκούσε και κανένα μισάωρο, με φωνές, ουρλιαχτά, υπερβολικά close – ups, που σκοπό έχουν να δείξουν τον πόνο που αποτυπώνεται στα πρόσωπα των χτυπημένων, πολύ περισσότερο αίμα και δυο-τρεις κλισέ ατάκες που κάθε anti-hero λέει συνήθως λίγα δευτερόλεπτα πριν πεθάνει στις μεγάλες blockbuster Αμερικανιές. Hollywood LOVES THAT!

    Επιπλέον, η ταινία του Pasolini προσδίδει στον Οδυσσέα μια ανθρώπινη υπόσταση, αντιμετωπίζοντας τον ως πρώην πολεμιστή, πολυμήχανο μεν, παρά σαν θεό (ή ημίθεο) δε, αποσκοπώντας έτσι σε μια πιο ρεαλιστική απεικόνιση του ήρωα, χωρίς υπερδυνάμεις και φανταχτερά CGI εφέ να συνοδεύουν την κάθε του κίνηση.

    Επιπλέον, η γυμνή απεικόνιση του Ρέιφ Φάινς ως Οδυσσέα, ρακένδυτου και πεταμένου στα βράχια, μας προσκαλεί να αναλογιστούμε την ευάλωτη και ανθρώπινη φύση του ήρωα και γιατί όχι να ταυτιστούμε μαζί του…

    Συνοψίζοντας, οφείλω να παραδεχτώ πως η απόφαση να δοθεί η ταινία στα χέρια πέντε Ευρωπαϊκών εταιρειών παραγωγής, ήταν για εμένα, πολύ έξυπνη και πιστεύω είναι κάτι που θα εκτιμηθεί από το κοινό. Όχι μόνο γιατί το έργο ανήκει στον Όμηρο και συνεπώς είναι Ελληνικό, αλλά και διότι σε μια ιστορία που αποτελεί “λογοτεχνική δύναμη” από μόνης της και για αιώνες “άγγιζε” τους αναγνώστες της, δεν απαιτεί κανενός είδους σπέσιαλ εφέ, φανταχτερής μουσικής, καλογυμνασμένους σταρ του Χόλυγουντ, παρά μόνο σεβασμό στο έργο, σεμνότητα και απλότητα…

    Γράφει ο Τίμος Γρηγοράτος (Timothy Grigoratos)

  • Το Hunting Daze (2024) στο 65ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

    Μετά από 2 «γεμάτα», back – to – back Σαββατοκύριακα και αρκετές ταινίες αργότερα, επέλεξα να ολοκληρώσω την οπτικοακουστική μου εμπειρία στο 65ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης με την ταινία Hunting Daze (2024) ή “Jour de chasse” της Annick Blanc. Τόσο το περιεχόμενο όσο και η τοποθεσία στην οποία γυρίστηκε η ταινία (Άγρια Δάση στον Καναδά) ήταν για εμένα τα «δυνατά σημεία» της ταινίας.

    Συνοδευόμενη από ένα απολαυστικό Q&A μεταξύ του κοινού και της πρωταγωνίστριας, Nahéma Ricci, η μεταμεσονύκτια προβολή της ταινίας, μου άφησε μια ευχάριστη «επίγευση» από το φετινό πρόγραμμα του φεστιβάλ, θέτοντας υψηλές προσδοκίες για του χρόνου.

    Όσον αφορά το Q&A, οφείλω να παραδεχτώ πως ακούστηκαν εύστοχες ερωτήσεις και παρατηρήσεις, τόσο από το κοινό αλλά και από την Ricci, η οποία έδινε την δική της προσέγγιση στα ερωτήματα που έθετε η ίδια η ταινία. Συνεπώς, θα έλεγε κανείς, πως αποτέλεσε περισσότερο μια συζήτηση παρά ένα τυπικό Q&A.

    Αυτό που εκτίμησα περισσότερο από τη συζήτηση, ήταν το γεγονός ότι η Ricci, αποτέλεσε μέρος του κοινού και παρότρυνε τους θεατές να αναλογιστούν μαζί της την πολυπλοκότητα της ταινίας, αντί να τους προσφέρει μια «στεγνή» απάντηση, καθώς και η ίδια ήταν προβληματισμένη. Άλλωστε, όπως η ίδια δήλωσε: «Δεν γνωρίζω, κι εγώ αναρωτιέμαι. Είχα μια πολύ συγκεκριμένη δουλειά: Να παίξω. Να κάνω ο,τι μου πει η σκηνοθέτης…χωρίς να ρωτάω ΤΙ και ΠΩΣ». 

    Κάτι ακόμα που μου προκάλεσε το ενδιαφέρον όμως ήταν το γεγονός οτι μέσα από τις ερωτήσεις του κοινού συνειδητοποίησα πως ο καθένας είχε σχηματίσει τη δική του εκδοχή όσον αφορά τα ερωτήματα που θίγει η ταινία και τα κοινωνικά μηνύματα που προβάλλει. Για παράδειγμα, για πολλούς, η ταινία πραγματεύεται το πως μια γυναίκα αντιδρά απέναντι στη βία που εκδηλώνεται μπροστά της, ενώ για πολλούς άλλους αποτυπώνει το πως οι γυναίκες κοινωνικοποιούνται για να συγχωρούν και τι συμβαίνει αν δεν το κάνουν. Όλα αυτά, θεωρώ πως είναι αντιληπτά μέσα απ’ όλους τους χαρακτήρες της ταινίας, αλλά ιδιαίτερα μέσα από τη σχέση του Bernard και της Nina. Για τον καθένα, η ταινία σήμαινε πολλά διαφορετικά πράγματα.

    Για την δημιουργό και σκηνοθέτη της ταινίας όμως, η ιστορία της Nina και η η ψυχική κακοποίηση που υπέστη από τον Bernard και την αντροπαρέα του, αντανακλά την καταχρηστική σχέση που είχε με τον καθηγητή της στο cinema.

    Στην αρχή, σύμφωνα με τη Ricci, η σκηνοθέτης είχε ξεκινήσει την ταινία της με πρωταγωνιστές μονάχα δύο άτομα, έναν άντρα και μια γυναίκα, αποτυπώνοντας έτσι την καταχρηστική σχέση ανάμεσα σε έναν άντρα με εξουσία (όπως ο καθηγητής της) και μιας νεοφερμένης κοπέλας χωρίς καμία μορφή εξουσίας στο ασφαλές περιβάλλον του άντρα στο οποίο αυτός ηγείτο. Συνεπώς η Nina αντικατοπτρίζει την νεοφερμένη σκηνοθέτη σε ένα περιβάλλον το οποίο δε γνωρίζει, δεν έχει κάποιον να την προστατεύει, ενώ πασχίζει να βρει την άκρη μόνη της και να επιβιώσει.

    Όμως, καθώς η ίδια ήθελε να αποστασιοποιηθεί από ο,τι είχε βιώσει και από την ψυχική κακοποίηση που υπέστη, προτίμησε να «διαιρέσει» τα χαρακτηριστικά του καθηγητή της, σε έξι άντρες (αντί για έναν) με τον καθένα να «κουβαλάει» ένα (κακοποιητικο) στοιχείο του καθηγητή της. Αντί λοιπόν να αποτυπώσει τη σχέση της με τον καθηγητή της, κρατώντας τον χαρακτήρα της Nina με τον Bernard, με στόχο να αποστασιοποιηθεί από ο,τι της θυμίζει το παρελθόν της, συμπύκνωσε τα χαρακτηριστικά του, σε 5 άντρες, οι οποίοι ενσαρκώνουν τα χαρακτηριστικά του, ο καθένας με το δικό του τρόπο.

    Στο τέλος της ταινίας, η Nina, έχοντας βρεθεί μάρτυρας σε πολλά περιστατικά βίας αλλά και δολοφονίες, αδυνατεί να υποστεί άλλη βία και πράττοντας αυτοδικία, σκοτώνει και τους πέντε μαζί. Όπως αναφέρει η Ricci, η δολοφονία των πέντε, εξυπηρετεί σε μια φαντασίωση της σκηνοθέτη, να εκδικηθεί τον καθηγητή της, μετά απ’ όλη την βία (ψυχολογική) που υπέστη πλάι του.

    Η ίδια σκέφτηκε πως ο καλύτερος τρόπος να τον εκδικηθεί, είναι να τον «σκοτώσει» μέσα από την ίδια του την τέχνη, το cinema. Έτσι, ο σκοτωμός των πέντε, για την σκηνοθέτη, σημαίνει και ο θάνατος του καθηγητή της, ο οποίος παίρνει τη μορφή μιας αγέλης πρωτόγονων αντρών που πιστεύουν στα δικά τους ιδανικά αλλά δεν έχουν κανένα ηθικό φραγμό. Αυτό, ήταν ο καθηγητής της…

  • Η άποψη μου για την ταινία – φαβορί του Mikko Mäkelä, που ακούει στο όνομα “Sebastian”.

    Μια από τις ταινίες που ξεχώρισα στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ήταν το Sebastian (2024) του Mikko Mäkelä. Μετά τη λήξη της ταινίας, ακολούθησε Q&A με τον σκηνοθέτη να απαντά στις ερωτήσεις του κοινού.

    Στην ερώτηση του κοινού «Γιατί μόνο γαλαζοαίματοι ηλικιωμένοι άντρες;», ο σκηνοθέτης απάντησε: «Γιατί σε αυτούς συσσωρεύεται ο πλούτος», με τον ίδιο να θέτει σε αμφισβήτηση και να καταδικάζει τον καπιταλισμό, κάνοντας μια αλληγορική αναφορά στην δουλειά του Sebastian, την οποία βλέπει ως απόρροια του συγκεκριμένου πολιτικού συστήματος.

    Συγκεκριμένα, η «ωμή» απεικόνιση του sex working στην ταινία του Mäkelä, πέρα από μια ηδονοβλεπτική προσέγγιση στη ζωή του Sebastian, αντανακλά τις συνέπειες ενός σάπιου πολιτικού συστήματος και μιας κοινωνίας, βαθιά ριζωμένης σε στερεοτυπικές αντιλήψεις. 

    The way I saw it, οι έντονες και πολλές φορές άγριες σκηνές sex, εξυπηρετούν στην απεικόνιση ενός συστήματος και μιας κοινωνίας που «γ@μ@ΕΙ» τα μέλη της με τον ίδιο τρόπο που ο Sebastian «γ@μ@ΕΙ» τους πελάτες του.

    Συνεπώς, ο τρόπος που ο Sebastian «διεξάγει» τη δουλειά του, μπορεί κάλλιστα να ερμηνευθεί ως η αντίδραση του σε αυτούς που καταδικάζουν, με κάθε τρόπο, τη γενιά του. Τους απαντάει λοιπόν με το ίδιο «νόμισμα».

    Ακόμα, οι «καυτοί» διάλογοί, η απεικόνιση του γυμνού και το αίσθημα του «απαγορευμένου» στη σχέση μεταξύ του Sebastian και των πελατών του, προσφέρουν στη ταινία αγωνία και ένταση. 

    Επιπρόσθετα, όσον αφορά το ρομάντζο που αναπτύσσεται μεταξύ του Sebastian και του – αρκετά ηλικιωμένου – διανοούμενου Nicholas, έχω να πω το εξής: Η αναπάντεχη αυτή στροφή στην πλοκή, προσδίδει μεν μια νότα αισιοδοξίας στην ταινία και συνεπώς στη ζωή του μικρού, παρουσιάζει δε, μια όχι και τόσο ρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων.

    Προσωπικά, θεωρώ ότι το ρομάντζο μεταξύ των δύο και η ωραιοποίηση/ρομαντισμός της σεξ-εργασίας θέτει υπό αμφισβήτηση την, μέχρι τότε, «ωμή» αναπαράσταση της αισχρότητας του συγκεκριμένου επαγγέλματος που πριν λίγο ο ίδιος ο σκηνοθέτης καταδίκαζε.

    Συγκεκριμένα, τουλάχιστον μέχρι τα μισά της ταινίας, παρακολουθούμε τις τραυματικές εμπειρίες του Sebastian, καθώς εκδίδεται σε διάφορους άντρες ,άνω των 60, και μερικές φορές παρά τη θέληση του. Πρόκειται για μια ωδή στην σαπίλα και στην οδυνηρότατα του επαγγέλματος της σεξ-εργασίας, κάτι που λίγοι σκηνοθέτες επιλέγουν να θίγουν και να αναπαράγουν στις ταινίες τους, για διάφορους λόγους (κυρίως εμπορικούς)

    Για αυτό θεωρώ πως η πρωτοποριακή προσπάθεια του σκηνοθέτη να αποτυπώσει τις σκληρές και συνήθως απάνθρωπες συνθήκες της σεξ-εργασίας, όπως είναι, αξίζει πολλά συγχαρητήρια, ενώ κατατάσσει την ταινία του σε ένα πλαίσιο, μη εμπορικό, που λείπει από τον σύγχρονο κινηματογράφο.

    Από την άλλη, κατα την άποψη μου, ενώ συγχαίρουμε τον Mäkelä που διαδραματίζει τα πράγματα όπως είναι -χωρίς υπεκφυγές- ξαφνικά και από το πουθενά, μια αμοιβαία έλξη μεταξύ του Sebastian και του Nicholas γεννιέται, με τον σκηνοθέτη να βάζει «τρικλοποδιά» στην ίδια του την ταινία, σαμποτάροντας την έως τώρα ωμή απεικόνιση της σεξ-εργασίας, κάτι που αποτελεί το κύριο προτέρημα της ταινίας του.

    Συνεπώς, πιστεύω πως αυτή η ξαφνική στροφή στην πλοκή, χαρακτηρίζει το «Sebastian» ως μια ακόμα «happy ending» ταινία, με τον σκηνοθέτη να «ρίχνει λάσπη» στην τολμηρή και αφιλτράριστη απεικόνιση της ζωής ενός νεαρού σεξ-εργάτη, που μας υπόσχεται από την αρχή της ταινίας.

    Κατα τ´άλλα, οφείλω να παραδεχτώ πως η κινηματογράφηση και η φωτογραφία της ταινίας ήταν αρκετά καλές, με ωραία πλάνα να «στολίζουν» την κάθε σκηνή καταλλήλως. Ακόμα, πιστεύω πως η πλοκή ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και η ηθοποιία άριστη.