Μετά από 2 «γεμάτα», back – to – back Σαββατοκύριακα και αρκετές ταινίες αργότερα, επέλεξα να ολοκληρώσω την οπτικοακουστική μου εμπειρία στο 65ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης με την ταινία Hunting Daze (2024) ή “Jour de chasse” της Annick Blanc. Τόσο το περιεχόμενο όσο και η τοποθεσία στην οποία γυρίστηκε η ταινία (Άγρια Δάση στον Καναδά) ήταν για εμένα τα «δυνατά σημεία» της ταινίας.
Συνοδευόμενη από ένα απολαυστικό Q&A μεταξύ του κοινού και της πρωταγωνίστριας, Nahéma Ricci, η μεταμεσονύκτια προβολή της ταινίας, μου άφησε μια ευχάριστη «επίγευση» από το φετινό πρόγραμμα του φεστιβάλ, θέτοντας υψηλές προσδοκίες για του χρόνου.
Όσον αφορά το Q&A, οφείλω να παραδεχτώ πως ακούστηκαν εύστοχες ερωτήσεις και παρατηρήσεις, τόσο από το κοινό αλλά και από την Ricci, η οποία έδινε την δική της προσέγγιση στα ερωτήματα που έθετε η ίδια η ταινία. Συνεπώς, θα έλεγε κανείς, πως αποτέλεσε περισσότερο μια συζήτηση παρά ένα τυπικό Q&A.
Αυτό που εκτίμησα περισσότερο από τη συζήτηση, ήταν το γεγονός ότι η Ricci, αποτέλεσε μέρος του κοινού και παρότρυνε τους θεατές να αναλογιστούν μαζί της την πολυπλοκότητα της ταινίας, αντί να τους προσφέρει μια «στεγνή» απάντηση, καθώς και η ίδια ήταν προβληματισμένη. Άλλωστε, όπως η ίδια δήλωσε: «Δεν γνωρίζω, κι εγώ αναρωτιέμαι. Είχα μια πολύ συγκεκριμένη δουλειά: Να παίξω. Να κάνω ο,τι μου πει η σκηνοθέτης…χωρίς να ρωτάω ΤΙ και ΠΩΣ».
Κάτι ακόμα που μου προκάλεσε το ενδιαφέρον όμως ήταν το γεγονός οτι μέσα από τις ερωτήσεις του κοινού συνειδητοποίησα πως ο καθένας είχε σχηματίσει τη δική του εκδοχή όσον αφορά τα ερωτήματα που θίγει η ταινία και τα κοινωνικά μηνύματα που προβάλλει. Για παράδειγμα, για πολλούς, η ταινία πραγματεύεται το πως μια γυναίκα αντιδρά απέναντι στη βία που εκδηλώνεται μπροστά της, ενώ για πολλούς άλλους αποτυπώνει το πως οι γυναίκες κοινωνικοποιούνται για να συγχωρούν και τι συμβαίνει αν δεν το κάνουν. Όλα αυτά, θεωρώ πως είναι αντιληπτά μέσα απ’ όλους τους χαρακτήρες της ταινίας, αλλά ιδιαίτερα μέσα από τη σχέση του Bernard και της Nina. Για τον καθένα, η ταινία σήμαινε πολλά διαφορετικά πράγματα.
Για την δημιουργό και σκηνοθέτη της ταινίας όμως, η ιστορία της Nina και η η ψυχική κακοποίηση που υπέστη από τον Bernard και την αντροπαρέα του, αντανακλά την καταχρηστική σχέση που είχε με τον καθηγητή της στο cinema.
Στην αρχή, σύμφωνα με τη Ricci, η σκηνοθέτης είχε ξεκινήσει την ταινία της με πρωταγωνιστές μονάχα δύο άτομα, έναν άντρα και μια γυναίκα, αποτυπώνοντας έτσι την καταχρηστική σχέση ανάμεσα σε έναν άντρα με εξουσία (όπως ο καθηγητής της) και μιας νεοφερμένης κοπέλας χωρίς καμία μορφή εξουσίας στο ασφαλές περιβάλλον του άντρα στο οποίο αυτός ηγείτο. Συνεπώς η Nina αντικατοπτρίζει την νεοφερμένη σκηνοθέτη σε ένα περιβάλλον το οποίο δε γνωρίζει, δεν έχει κάποιον να την προστατεύει, ενώ πασχίζει να βρει την άκρη μόνη της και να επιβιώσει.
Όμως, καθώς η ίδια ήθελε να αποστασιοποιηθεί από ο,τι είχε βιώσει και από την ψυχική κακοποίηση που υπέστη, προτίμησε να «διαιρέσει» τα χαρακτηριστικά του καθηγητή της, σε έξι άντρες (αντί για έναν) με τον καθένα να «κουβαλάει» ένα (κακοποιητικο) στοιχείο του καθηγητή της. Αντί λοιπόν να αποτυπώσει τη σχέση της με τον καθηγητή της, κρατώντας τον χαρακτήρα της Nina με τον Bernard, με στόχο να αποστασιοποιηθεί από ο,τι της θυμίζει το παρελθόν της, συμπύκνωσε τα χαρακτηριστικά του, σε 5 άντρες, οι οποίοι ενσαρκώνουν τα χαρακτηριστικά του, ο καθένας με το δικό του τρόπο.
Στο τέλος της ταινίας, η Nina, έχοντας βρεθεί μάρτυρας σε πολλά περιστατικά βίας αλλά και δολοφονίες, αδυνατεί να υποστεί άλλη βία και πράττοντας αυτοδικία, σκοτώνει και τους πέντε μαζί. Όπως αναφέρει η Ricci, η δολοφονία των πέντε, εξυπηρετεί σε μια φαντασίωση της σκηνοθέτη, να εκδικηθεί τον καθηγητή της, μετά απ’ όλη την βία (ψυχολογική) που υπέστη πλάι του.
Η ίδια σκέφτηκε πως ο καλύτερος τρόπος να τον εκδικηθεί, είναι να τον «σκοτώσει» μέσα από την ίδια του την τέχνη, το cinema. Έτσι, ο σκοτωμός των πέντε, για την σκηνοθέτη, σημαίνει και ο θάνατος του καθηγητή της, ο οποίος παίρνει τη μορφή μιας αγέλης πρωτόγονων αντρών που πιστεύουν στα δικά τους ιδανικά αλλά δεν έχουν κανένα ηθικό φραγμό. Αυτό, ήταν ο καθηγητής της…
Leave a Reply